επηλυτος

επηλυτος
    ἐπήλυτος
    ἐπήλῠτος
    2
    Xen. = ἔπηλυς См. επηλυς I, 2

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επηλυτος" в других словарях:

  • επήλυτος — ἐπήλυτος, ον (Α) ἔπηλυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω «έρχομαι») + τος. Το η τού ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπήλυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυτον — ἐπήλυτος masc/fem acc sg ἐπήλυτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτοις — ἐπήλυτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτου — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen sg ἐπηλύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτων — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτῳ — ἐπήλυτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήλυτοι — ἐπήλυτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԵԿԱՄՈՒՏ — (մտի, ից կամ աց.) NBH 1 0650 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ.ա. προσήλυτος, ἑπήλυτος advena Եկ ոք արտաքուստ մտեալ ի թիւ բնակաց. օտարական, կամ նորահաւատ. նորեկ. սպրդեալ ոք. *Մերձենայցէ առ ձեզ եկամուտ. Ել. ՟Ժ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»